Το σωτήριο έτος 1875 γεννιέται στο χωριό Σατοβίτσα της Βορείου Ηπείρου ο Τότος Βασίλειος του Αθανασίου. 92 χρόνια αργότερα στο Wellsheim της Δυτικής Γερμανίας η ιστορία θα επαναληφθεί με τη γέννηση του Τότου Βασίλη του Αθανασίου, τέσσερις γενιές αργότερα. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Από τα αρχεία της κοινότητας Δολιανών γνωρίζουμε ότι ο Τότος Βασίλειος του Αθανασίου γεννήθηκε στο χωριό Σατοβίτσα της Βορείου Ηπείρου το 1875. Το χωριό σήμερα είναι με άλλη ονομασία που δεν γνωρίζουμε εικάζουμε όμως από το παρατσούκλι του παππού Τσίλια του "μοuζεκιάρη", ότι ήταν από την περιοχή της Μουζίνας ανάμεσα από Αργυρόκαστρο και Αυλώνα. Στην σημερινή Αλβανία. Σε ηλικία 8 χρονών μπαίνει στη δούλεψη ενός αγά τουρκαλβανού που είχε κοπάδια με γιδοπρόβατα. Η περιοχή μέχρι το 1920 ήταν ελληνική και η μετακίνηση των ανθρώπων με τα κοπάδια τους ήταν ελεύθερη. Τα κοπάδια τους ήταν διαβατάρικα. Το καλοκαίρι στα βουνά και το χειμώνα στον κάμπο. Ένα χειμώνα που τα κοπάδια ήτανε στα χειμαδιά της Ζίτσας, σε μία περιοχή που λεγόταν Τσαραπέλια, σε ηλικία 17 χρονών παντρεύεται με την κατά δυο χρόνια μεγαλύτερή του την Κυριακή Κίνα "Κυράτσω" της Σοφίας και του Κώστα με καταγωγή από την ίδια περιοχή του παππού Τσίλια. Οι οικογένειες ήταν έλληνες βλάχοι της Βορείου Ηπείρου. Μιλούσανε άπταιστα τη μητρική τους γλώσσα που ήταν τα βλάχικα, λίγα ελληνικά και λίγα αρβανίτικα. Στα Δολιανά Ιωαννίνων ο παππού "Τσίλιας" και η γιαγιά Κυράτσω ήρθανε παντρεμένοι και μείνανε σε μία καλύβα που έφτιαξε ο παππού Τσίλιας δίπλα από τους Κουσιέους και τους Σπανέους στον μαχαλά Μπιστεριά. Εκείνη την εποχή το 1895 περίπου, οι βλάχοι έποικοι είχανε τρεις βασικούς μαχαλάδες στα Δολιανά. Το Λυκοσκούφι , τα Ζηντράτικα και την Μπιστεριά. Βιοπορίζονταν βόσκοντας τα γιδοπρόβατα του χωριού και κάνοντας χωράφια. Η γιαγιά Κυράτσω πριν την γέννησή του Σαράντη έχασε δύο κοιλιές (εγκυμοσύνες) με δίδυμα και άλλα δύο κορίτσια. Κάποια στιγμή μία τουρκάλα γύφτισσα που έλεγε το φλιτζάνι της είπε να πάει να προσευχηθεί σε μία εκκλησία στους Αγίους Σαράντα. Έτσι όταν γεννήθηκε ο πρώτος της γιος τον έβγαλε Σαράντη. Νονός του Σαράντη ήταν ο Μίτε Φασούλας που είχε γυναίκα την Αλεξάνδρα "Νίτσα", που είχε αδέρφια την Ευθαλία "Καλλίω" παντρεμένη με τον Πέτρο Μπέζα και τον Βασίλη Τσίκο. Όλοι στο χωριό θα θυμούνται τη γιαγιά Κυράτσω που ήταν καπετάνισσα και έκανε σε όλα κουμάντο και τον παππού Τσίλια σαν έναν ήσυχο και καλόν άνθρωπο. Μετά από λίγα χρόνια γεννιέται ο δεύτερος γιος τους ο Γιώργος "Τζιώτζιας" και τέλος το τρίτο τους παιδί η Φροσύνη που παντρεύτηκε τον Γιώργο Μπούσιο με καταγωγή από την Θεσπρωτία. Μείνανε στο Λυκοσκούφι και κάνανε 3 αγόρια τον Βασίλη και τα δίδυμα Μιχάλη και Σταύρο . Ο δεύτερος γιος του παππού Τσίλια, ο Τζιώτζιας, παντρεύεται στον απέναντι μαχαλά στα Ζηντράτικα την Μαρίνα Ζήντρου του Χαράλαμπου και πάει σώγαμπρος. Τον δεκέμβριο του 1936 γεννιέται ο γιος τους Σπύρος και η οικογένεια φτιάχνει το δικό τους σπίτι, πίσω από το σπίτι του παππού Τσίλια, με ξύλα "γρεντές" από το Μοναστήρι. Τα ξύλα τα έπαιρναν το βράδυ που δεν τους έβλεπε ο θεός, για αυτό η γυναίκα του, η Τζιώτζιαινα, δεν ήθελε να μένει σε αυτό το σπίτι γιατί έλεγε ότι ήταν βακούφικο. Τον Αύγουστο του 1947 γεννιέται η κόρη τους Κατία. Ο πρώτος γιος του παππού Τσίλια, ο Σαράντης σε ηλικία 17 χρονών παντρεύεται, μετά από προξενιό της Νάσιενας του Κούσια, την Αντωνία Ευθυμίου Νίτσα από την Ρουψιά . Η οικογένεια της γιαγιά Νίτσας είχε 6 αδερφές και δυο αδερφούς. Ο μεγάλος αδερφός πέθανε πολύ μικρός από φυματίωση και ο μικρότερος ο Ντίνας Ευθυμίου από γεράματα. Το πρώτο παιδί της γιαγιάς Νίτσας ήτανε κορίτσι και η πεθερά της η γιαγιά Κυράτσω την βάφτισε και της έδωσε το όνομα της αδερφής της Καλλιρόης. Πέθανε όμως πριν κλείσει τα δύο χρόνια. Μετά από λίγα χρόνια γεννιέται το δεύτερο παιδί τους ο Αποστόλης. Νονός του ήτανε ο Μίχο Κούσιας ο πατέρας του Νίκου Κούσια. Το τρίτο τους παιδί ήτανε κορίτσι, η Γιαννούλα, που την βάφτισε η Νίτσα του Φασούλα και το 1937 γεννιέται ο μικρότερος τους γιος, ο Θανάσης που τον βάφτισε ο Μίτε Φασούλας. Τα δύσκολα χρόνια της κατοχής όλη η οικογένεια είναι στα Δολιανά. Την εποχή της ΕΠΟΝ ο Τζιώτζιας φεύγει για το βουνό αντάρτης. Έπειτα φεύγει και μένει εφτά χρόνια στην Τασκένδη. Πίσω η οικογένεια πληρώνει τη "νύφη" με τη γυναίκα του Τζιώτζιαινα τον αδερφό του Σαράντη και τον γαμπρό του από αδερφή Γιώργο Μπούσιο να τους πηγαίνουν για διακοπές 4 χρόνια σε Ανάφη και Ικαρία. Μετά έρχεται η ξενιτιά. Γερμανία. Πρώτος από το χωριό φεύγει ο Κώτσιο Φασούλας με τον Χρήστο Μπέζα. Αρχές του 1960 φεύγει ο μεγάλος γιος του Σαράντη ο Αποστόλης. Δύο χρόνια μετά, το 1962 η αδερφή του Αποστόλη Γιαννούλα, που έχει παντρευτεί τον Αποστόλη Μπούσια με καταγωγή από τη Βίσσανη και έχουν κάνει τρεις κόρες. Ο μεγάλος γιος του Σαράντη, ο Αποστόλης, είχε παντρευτεί στα Δολιανά από έρωτα την Αφροδίτη Γραμοζη "Βίτω", με καταγωγή από τα κάτω Ραβένια και απέκτησαν δύο κόρες. Ο μικρότερος γιος ο Θανάσης φεύγει για τη Γερμανία το 1965 και ένα χρόνο αργότερα παντρεύεται στο Wellsheim της Δυτικής Γερμανίας την Αντιγόνη Λώλου από το Νιοχώρι Θεσπρωτίας . Εκεί αποκτήσαν δύο παιδιά τον Βασίλη και την Αντωνία. Το 1972 γυρίζουν από την Γερμανία στο χωριό για να βοηθήσουν τον παππού Σαρντη που είναι άρρωστος. Αναλαμβάνουν το κοπάδι με τα πρόβατα και μένουνε μόνιμα στα Δολιανά. Ο Θανάσης Τότος το 2020 πεθαίνει από έμφραγμα στο Χατζηκώστα στα Γιάννενα σε ηλικία 82 χρονών. Ο αδερφός του Αποστόλης πέθανε από γεράματα το 2024 σε ηλικία 94 χρονών στη νέα Μάκρη Αττικής. Η αδερφή τους Γιαννούλα είναι 88 χρονών και ζει στη Μεταμόρφωση Αττικής. Ο πατέρας τους ο Σαράντης Τότος πέθανε στον Άγιο Σάββα της Αθήνας το 1973 σε ηλικία 64 χρονών μετά από καρκίνο στον προστάτη. Ο αδελφός του ο Τζιώτζιας πέθανε στα Γιάννενα σε ηλικία 72 χρονών από την ίδια αρρώστια. Η αδελφή τους Φροσύνη πέθανε το 1978 σε ηλικία 60 χρονών στην Αθήνα. Η μητέρα τους η γιαγιά Κυράτσω πέθανε στα Δολιανά το 1956 από γεράματα. Είχε περάσει τα 80. Μέχρι που πέθανε, στο σπίτι αυτή έκανε κουμάντο και ήτανε αρχηγός. Ο παππού Τσίλιας που δεν μάλωνε και δεν φώναζε με κανέναν, είχε πάντα καραμέλες μέσα στις τσέπες του και όποιο παιδί δεν είχε παπούτσια του έφτιαχνε από δέρμα γουρουνιού. Δεν ήθελε κανένα παιδί να είναι ξυπόλητο και να πεινάει. Ένα πρωί σε ηλικία 74 χρονών κίνησε με το Σάββα ένα άλογο που είχε για τις δουλειές να πάει στον κάμπο. Άλλαξε όμως γνώμη. Γύρισε και πήρε την γουμάρα που ήταν πιο κοντή και την καβαλίκευε πιο εύκολα. Η γουμάρα όμως είχε άλλα σχέδια και λίγο πιο κάτω από το κόνισμα του Ζήντρου τον έριξε κάτω. Έζησε ένα χρόνο με σπασμένα πλευρά και πέθανε στο σπίτι στα Δολιανά το 1950 σε ηλικία 75 χρονών. Στις τσέπες του είχε ακόμα λίγες καραμέλες από το μαγαζί του Θοδωρή Γκαμίλη.....