Η μνήμες για τους Φασουλαίους στα Δολιανά, ξεκινάνε από τον Δημήτριο "Μίτε" Φασούλα.
Γεννήθηκε γύρω στα 1900. Ήταν γιος του Κώστα και της Ελένης Ζυγούρη. Το επίθετο δεν είναι γνωστό από πού προέρχεται.
Η εκδοχή που ανέφερε ο ίδιος:
…. Ήταν δεκαπενταύγουστος. Μεγάλη γιορτή για τους βλάχους. Η λεγόμενη και Βλαχοπαναγιά ή ,και το Πάσχα των Βλάχων. Ήταν η μόνη θρησκευτική γιορτή που οι βλάχοι βρίσκονταν συγκεντρωμένοι στις ίδιες περιοχές. Στα βουνά. Τα Χριστούγεννα ήταν διασκορπισμένοι στα χειμαδιά. Στις παραθαλάσσιες περιοχές του Ιονίου πελάγους. Το Πάσχα, επίσης, είτε τους έβρισκε στις περιοχές αυτές είτε ετοιμάζονταν για την μετακίνηση στα βουνά.
Ο παππούς του ή ο προπάππος του (μάλλον ο προπάππος του), βγήκε το πρωί από το κατάλυμα και αισθάνθηκε ψύχρα. Γύρισε στη γυναίκα του και της είπε: Κρύο έχει σήμερα. Δεν φτιάχνεις μια φασολάδα; Γύρισαν όλοι ξαφνιασμένοι. Δεκαπενταύγουστο φασολάδα; Όλοι γύρω ετοίμαζαν τις σούβλες με τα αρνιά. Και έτσι του κόλλησαν το παρατσούκλι…
Ο Μίτε λοιπόν ήταν το μοναδικό αγόρι. Είχε άλλες τρεις αδερφές. Ο πατέρας του πέθανε νέος. Από πολύ μικρός, ανέλαβε την προστασία της οικογένειάς του ως ο μοναδικός άντρας. Δούλευε τσομπάνος στους τσελιγκάδες. Έτσι ακολουθούσε τις διαδρομές των νομάδων. Από την περιοχή της Αρσέκας στην Αλβανία, όπου ζούσαν, στη Σαγιάδα , στην Πάργα και πίσω το καλοκαίρι στο Γράμμο.
Χωροχρονική πληροφόρηση
Ο γεωγραφικός χώρος στον οποίο διαδραματίζονται τα γεγονότα, ανήκει στην Οθωμανική αυτοκρατορία. Οι μετακινήσεις τον ανθρώπων είναι ελεύθερες. Η Ήπειρος απελευθερώθηκε το 1913 και εντάχτηκε στο Ελληνικό κράτος. Η νότια Αλβανία ή η βόρεια Ήπειρος, την περίοδο αυτή περνάει στα χέρια των Ελλήνων αλλά μετά την δημιουργία του Αλβανικού Πριγκιπάτου, οι Μεγάλες Δυνάμεις την παραχωρούν στους Αλβανούς. Ξαναπερνά στην Ελλάδα αλλά για μικρό χρονικό διάστημα. Στη συνέχεια την κατακτούν ξανά οι Ελληνικές δυνάμεις. Τελικά τον Νοέμβριο του 1920 η περιοχή προσαρτήθηκε στην Αλβανία.
Με την προσάρτηση της περιοχής στην Αλβανία δημιουργούνται σύνορα και οι μετακινήσεις πλέον δεν είναι ελεύθερες. Χρειάζονται άδειες, ταυτότητες κλπ.
Ο ορισμός των συνόρων βρίσκει τον Μίτε στον ελλαδικό χώρο. Στην περιοχή της Πάργας. Πρέπει να πολιτογραφηθεί. Για αρκετό διάστημα κρύβεται. Οι αστυνομικές αρχές τον εντοπίζουν και του ξεκαθαρίζουν ότι πρέπει να πάρει ελληνική υπηκοότητα, αν θέλει να παραμείνει στην χώρα ή να φύγει. Σε διαφορετική περίπτωση θα συλληφθεί. Αποφασίζει λοιπόν να μείνει. Στην Πάργα είχε συγγενείς της μάνας του, τους Δημακαίους. Είχε κάπου να «ακουμπήσει» όπως έλεγε.
Στην Αρσέκα είχε μείνει η οικογένειά του. Οι δύο αδελφές είχαν παντρευτεί. Έμενε η μάνα με την μικρή αδελφή. Την Κατέρω (Αικατερίνη). Αποφασίζει να τις φέρει στην Ελλάδα. Πώς όμως; Ο ίδιος έχει προσωρινή ταυτότητα. Πώς να βγάλει χαρτιά; Αδύνατον.
Μπαίνει παράνομα στην Αλβανία. Πείθει την μητέρα του, μαζεύουν λίγα πράγματα και με δυο κατσίκες φτάνουν στα σύνορα. Κρύβονται σε κάτι βάτα και περιμένουν να βραδιάσει. Η περίπολος πέρασε σχεδόν δίπλα τους αλλά ευτυχώς δεν τους πήρε χαμπάρι και έτσι μπήκαν στην Ελλάδα. Όταν το περιέγραφε του σηκωνόταν η τρίχα όπως έλεγε. Παρ’ όλο που είχαν περάσει τόσα χρόνια, παρ’ όλο που πέρασε στη συνέχεια πολλές δυσκολίες, αυτό δεν το ξεχνούσε.
Στην Πάργα, εκτός από τσομπάνος, κάνει και άλλες δουλειές. Σιγά σιγά κάνει μεταφορές. Γίνεται αγωγιάτης. Μεταφέρουν τρόφιμα (αλάτι, λάδια , καλαμπόκια, αλεύρι κλπ) από τα παραθαλάσσια προς τα Γιάννενα και αντίστροφα. Κάπου σ’ αυτά τα ταξίδια, έρχεται σε επαφή με τους Τσικαίους. Την οικογένεια του Μίτε Τσίκου. Παντρεύεται την κόρη του, την Νίτσα (Αλεξάνδρα). Γίνεται μπατζανάκης με τον Πέτρο Μπέζα (πρώτα ξαδέρφια από τις μανάδες τους) ο οποίος παντρεύτηκε την άλλη κόρη την Καλίω (Ευθαλία). Συνεργάζονται και ασχολούνται πλέον πιο πολύ με τις μεταφορές.
Η ενασχόληση με τις μεταφορές, φέρνει σιγά σιγά την ημιμόνιμη κατοικία. Οι τρεις οικογένειες, Τσικαίοι, Φασουλαίοι, Μπεζαίοι εγκαθίστανται κάπου στα 1925 στην πλαγιά που είναι πάνω από το σημερινό Πολεμικό Μουσείο Καλπακίου. Στο σημείο αυτό τότε λειτουργούσε ο περίφημος Ουλαμός Καλπακίου. Η περιοχή ανήκε στο Τσερβάρι (σήμερα Ελαφότοπος). Ο δεσπότης της Βελλάς Σπυρίδωνας χρειάζεται αγωγιάτες για να μεταφέρουν τα υλικά που απαιτούνται για την αποπεράτωση του Ιεροδιδασκαλείου Βελλάς και έτσι τους προσλαμβάνει και τους επιτρέπει να εγκατασταθούν στην Παλιοβελλά. Όταν η συνεργασία τελειώνει τους διώχνει και ξαναγυρίζουν στα Τσερβαριώτικα. Εκτός όμως από τον Σπυριδώνα έχουν συνεργασίες και με εμπόρους των γύρω περιοχών. Σημαντική για την μετέπειτα πορεία τους ήταν γνωριμία και συνεργασία με τον πρόεδρο της κοινότητας Δολιανών Θωμά Πλιάτσικα. Όντας ευχαριστημένος από την εργατικότητα και την τιμιότητα τους, τους συμβούλεψε και τους προέτρεψε να εγκαταλείψουν τον ημινομαδικό τρόπο και να εγκατασταθούν μόνιμα. Στην ερώτησή τους πού και πώς θα μπορούσε να γίνει αυτό, τους πρότεινε να μείνουν στα Δολιανά. Γνώριζε ότι κάποιοι χρειάζονταν χρήματα για να παντρέψουν τις κόρες τους (η γνωστή προίκα) και τους έφερε σε επαφή. Η συμφωνία κλείστηκε με κάθε μυστικότητα γιατί ήξερε ότι θα υπήρχαν αντιδράσεις. Όταν ήταν όλα έτοιμα ο Πλιάτσικας έφυγε για κάποιες μέρες στα Γιάννενα και οι τρεις οικογένειες μετακόμισαν στα Δολιανά και εγκαταστάθηκαν στο Λυκοσκούφι, στα οικόπεδα που είχαν αγοράσει. Το χωριό ξεσηκώθηκε αλλά δεν μπορούσαν να κάνουν κάτι (εκτός από τις φωνές και τα βρισίδια), γιατί είχαν την άδεια του προέδρου. Όταν πλέον είχαν στήσει τα καλύβια γύρισε ο Πλιάτσικας. Στο μεσοχώρι, στην κεντρική πλατεία έγινε το έλα να δεις. Έξαλλοι οι χωριανοί διαμαρτύρονταν. Θα μας κλέψουν, θα μας σκοτώσουν, είναι βρωμιάρηδες και άλλα τέτοια. Ο Θωμά Πλιάτσικας τους εξήγησε ότι ήταν καλοί άνθρωποι, εργατικοί. Ότι είχε συνεργασία μαζί τους και ήταν πολύ ευχαριστημένος. Κάποιοι κάπως ηρέμησαν γιατί του είχαν εμπιστοσύνη. Κάποιοι άλλοι συνέχισαν. Εκεί χρησιμοποίησε άλλη μέθοδο. Έριξε ένα δυο χαστούκια και όλοι σώπασαν. Έτσι λοιπόν από το 1936 οι τρεις οικογένειες μένουν στα Δολιανά.
Ο Μίτε με την Νίτσα είχαν ήδη τα τέσσερα παιδιά τους, όταν εγκαταστάθηκαν στα Δολιανά. Δούλευαν σκληρά. Με πρόβατα, με μεταφορές, χωράφια… Όπου χρειάζονταν χέρια εκεί κι αυτοί. Στη συνέχεια ήρθε η Κατοχή. Δύσκολα χρόνια. Όπως για όλους. Ανακατεύτηκαν με την ΕΠΟΝ όπως και η πλειοψηφία των χωριανών. Το πλήρωσαν αργότερα.
Μετά τον Εμφύλιο η ύπαιθρος άρχισε να ερημώνει. Ο Κώστας και ο Γιώργος, οι μεγαλύτεροι, κάπου το 1948, μετά τις μεγάλες μάχες στην Μουργκάνα έφυγαν. Ο πρώτος στην Πάτρα και ο δεύτερος στην Πρέβεζα. Για να γλυτώσουν τους ξυλοδαρμούς, τα κυνηγητά και τις αγγαρείες.
Μετά το ’50 επέστρεψαν. Προσπάθησαν σιγά σιγά όλοι μαζί να ορθοποδήσουν. Παντρεύτηκαν και έκαναν οικογένειες.
Στα τέλη της δεκαετίας του ’50 και αρχές του ’60 τα πράγματα χειροτέρεψαν. Παρ’ όλο που δούλευαν και είχαν παραγωγή, (Αλεύρια, κρέατα, κρασιά καλαμπόκια κλπ.) δεν είχαν μετρητά. Τότε αποφάσισαν να φύγουν μετανάστες. Πρώτα έφυγε ο Κώστας μαζί με τον Χρήστο Μπέζα. Το σκεφτικό ήταν να πάνε για μερικά χρόνια, να μαζέψουν χρήματα και να γυρίσουν. Στην συνέχεια έφυγε ο Μιχάλης. Η Σταυρούλα με τον Παύλο έφυγε κι αυτή. Έμεινε πίσω μόνο ο Γιώργος επειδή είχε μάθει τέχνη, μηχανοτεχνίτης και ήταν ο μόνος που είχε μισθό.
Τα χρόνια περνάνε. Οι ξενιτεμένοι πάνε , έρχονται αλλά δυστυχώς τα λίγα χρόνια έγινα μια ζωή.
Τα Χριστούγεννα του 1980, πεθαίνει ο Μίτε. Η Νίτσα το 2001.