Στα μέσα της 10ετίας του ‘40 κάποιες βλάχικες οικογένειες εγκαθίστανται στα Δολιανά. Η νομαδική κτηνοτροφία έχει αρχίσει ήδη να εξασθενεί και ακολουθώντας το παράδειγμα και άλλων οικογενειών αποφασίζουν να ριζώσουν και να γίνουν αγρότες.
Η μη αποδοχή τους από τους ντόπιους και η αλλαγή του τρόπου εργασίας, τους κάνει να αναπολούν την προηγούμενη ζωή και τους φίλους και συγγενείς από τους οποίους έχουν πια αποκοπεί.
Ο πόλεμος τους βρίσκει σ’ αυτή τη δύσκολη κατάσταση. Συμμετέχουν στον αγώνα ενάντια στους κατακτητές και αγωνίζονται για ένα καλλίτερο αύριο. Το ντόπιο μετεμφυλιακό κατεστημένο τους εκδικείται επειδή πίστεψαν στα οράματα της ΕΑΜικής Αντίστασης και τους συμπιέζει στο περιθώριο σαν μειονότητα.
Η μετανάστευση τους βρίσκει σε άθλιες οικονομικές συνθήκες και αναγκάζονται να πάρουν το δρόμο της ξενιτιάς και να ξανακοπούν από τους αγαπημένους τους. Ξένοι μέσα στους ξένους, βιομηχανικοί εργάτες πια, προσπαθούν με κάθε τρόπο να κρατήσουν τις ρίζες και τις αξίες τους. Χρησιμοποιώντας την τεχνολογία της εποχής γράφουν τα τραγούδια, τα μηνύματα για τα αγαπημένα τους πρόσωπα, προσπαθώντας έτσι να κρατήσουν ζωντανή τη μνήμη των δικών τους ανθρώπων.