Ο κυρ Παντελής ήταν ένας φιλήσυχος άνθρωπος με δημοκρατικά αισθήματα, όπως ο ίδιος ισχυριζόταν. Ο παππούς του, μετανάστης στη Γερμανία, άφησε μακριά από τον τόπο του την τελευταία του πνοή. Ο πατέρας του, μετανάστης δεύτερης γενιάς, κατάφερε και επέστρεψε στον τόπο του.
Ήξερε, λοιπόν, από πρώτο χέρι τι σημαίνει μετανάστευση και μετανάστης.
Ο κυρ Παντελής ήταν ελαιοχρωματιστής.
Κοίταζε τη δουλειά του και την οικογένειά του. Βέβαια, τον τελευταίο καιρό έπεσαν αναδουλειές, Με δυσκολία τα έφερνε βόλτα.
Δίπλα στο σπίτι του έμενε κάποια οικογένεια μεταναστών από το Πακιστάν. Δεν είχε πολλές παρτίδες μαζί τους, ένα “καλημέρα” που και που.
Όσο δεν τον ενοχλούσαν, δεν τον πείραζε που έμενε δίπλα τους.
Βέβαια, δεν του πολυάρεσε όταν έβλεπε τα παιδιά του να παίζουν στο δρόμο με τα πακιστανόπουλα.
Προσπαθούσε να το αποτρέπει, όχι επειδή ήταν ρατσιστής αλλά επειδή δεν ήξερε από που κρατάει η σκούφια τους.
Κάποια στιγμή θέλησε να καθαρίσει την αυλή του και την αποθήκη του από τα σκουπίδια και την παλιατζούρα που είχε μαζευτεί.
Έμαθε ότι ο Πακιστανός γείτονάς του, αναλάμβανε τέτοιες δουλειές.
Έπιασε, λοιπόν και τον ρώτησε πόσα χρήματα θα στοίχιζε.
Ο Αλή, έτσι έλεγαν τον Πακιστανό γείτονά του, του ζήτησε 30 ευρώ και συμφώνησε.
Την άλλη μέρα, πρωί-πρωί, ο Αλή στρώθηκε στη δουλειά.
Η αυλή και η αποθήκη ήταν γεμάτη με σκουπίδια και παλιά αντικείμενα που μάζευε χρόνια τώρα ο κυρ Παντελής, μήπως και κάποιο από αυτά του χρειαζόταν κάπου. “Μάζευε κι ας είναι και ρόγες” έλεγε σε όποιον τον ρωτούσε τι τα ήθελε όλα αυτά τα αντικείμενα.
Κατά το απογευματάκι, ο Αλή τελείωσε τη δουλειά του και ο κυρ Παντελής έκανε να τον πληρώσει.
“Ξέρω ότι συμφωνήσαμε για 30 ευρώ, αλλά όπως είδες δεν είχε και πάρα πολύ δουλειά.
Νομίζω πως το πιο δίκαιο είναι να σου δώσω 20 ευρώ.
Έτσι δεν είναι;” κατέληξε ρωτώντας ο κυρ Παντελής.
“Το πιο ντίκαιο κυρ Παντελής είναι να μου ντώσεις 40 ευρώ γκιατί η ντουλειά ήταν ντύσκολη”, απάντησε ο Αλή.
“20 ευρώ και πολλά σου είναι”, συνέχισε με ποιο έντονο ύφος ο κυρ Παντελής.
“Εντάξει, ντεν πειράζει”, απάντησε ο Αλή και παίρνοντας τα χρήματα κίνησε για το σπίτι του.
Δεν πέρασαν 5 λεπτά και χτύπησε το κινητό του κυρ Παντελή.
Κάποιος τον ήθελε για να του βάψει το σπίτι. “70 ευρώ μεροκάματο συν το ένσημο”, ακούστηκε να λέει ο κυρ Παντελής.
“Όχι, με τόσα λίγα να βρεις κάποιον άλλον”, είπε στη συνέχεια και έκλεισε το τηλέφωνο.
Μπαίνοντας στο σπίτι, μονολογούσε θυμωμένος:
“Ακούς εκεί 30 ευρώ μεροκάματο και χωρίς ένσημο!
Για τι με πέρασε για κανέναν Πακιστανό.!”
Απο Kyrgiakischristos